λαδόψωμο

λαδόψωμο
το кусочки хлеба, смоченные в растительном масле

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "λαδόψωμο" в других словарях:

  • λαδόψωμο — το ψωμί αλειμμένο με λάδι, φέτα ψωμιού αλειμμένη ή εμβαπτισμένη σε λάδι, πρόχειρη τροφή, κυρίως τών φτωχών τάξεων, παλαιότερα …   Dictionary of Greek

  • λάδι — Βλ. λ. έλαια (ελαιόλαδο). * * * το (Μ λάδι[ν]) το λιπαρό υγρό που λαμβάνεται με σύνθλιψη τού ελαιοκάρπου, ελαιόλαδο νεοελλ. 1. κάθε ρευστή λιπαρή ουσία που προέρχεται από φυτική, ζωική ή ορυκτή ύλη 2. φρ. α) «άγια λάδια» το ευχέλαιο β) «άγιο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»